λοπώ

λοπώ
λοπῶ, -άω (Α) [λοπός]
1. (για δένδρο) αποβάλλω τον φλοιό μου, ξεφλουδίζομαι
2. (για συκιά) σαπίζω στη ρίζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοπῷ — λοπάω let the bark peel off pres opt act 3rd sg λοπός peel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπητός — λοπητός, ὁ (Α) [λοπώ] η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • υπολοπώ — άω, Α (για φυτά) αποβάλλω τον φλοιό εν μέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοπῶ «αποβάλλω τον φλοιό μου, ξεφλουδίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”